ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ

Το πρώτο βιβλίο έχει ήδη συναρπάσει!

ΜΕΧΡΙ ΤΩΡΑ ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΕ «…» για τον Ματίς. Όλα ίδια, απαράλλακτα και μια ασφαλής ρουτίνα επισφράγιζε τα πάντα στη ζωή του. Ώσπου έλαβε μια μυστηριώδη νοερή πρόσκληση: να επισκεφτεί ένα απίστευτο μέρος που ονομάζεται Νέα Υόρκη! Εκεί θα βρει όχι μόνο φίλους και δουλειά αλλά και το σαγηνευτικό πεπρωμένο του που – εντελώς παράδοξα – τον περίμενε! … Αν ο Ματίς επιβιώσει την συνάντηση.

ΤΟ ΣΕΝΤΟΥΚΙ ΥΠΟΣΧΕΤΑΙ: Θα σε βοηθήσω, θα σε κάνω να αποδράσεις από την πραγματικότητα. Μυστικά δεν υπάρχουν πια. Όλα μου τα εργαλεία τα δίνω σε σένα. Σου υπόσχομαι, δεν θα έχεις καμιά απορία.

Ο ΜΑΤΙΣ ΑΝΑΡΩΤΙΕΤΑΙ: Τί ρόλο θα παίξει η τύχη; Τί είδους πρόσκληση είναι αυτή; Και καλά όλα αυτά. Εκεί τί κάνω; Με τα φιλιά τί θα γίνει;

ΟΛΑ ΞΕΚΙΝΗΣΑΝ σαν μια ιστορία παλιά και γνωστή σε μένα.

Σα να τα’χα ξαναζήσει όλα αυτά που μου συνέβαιναν και έτσι ήξερα το κάθε μου βήμα.

Ένας άγγελος μου άναβε τη δάδα του φωτός σε κάθε μου βήμα και δεν έχανα τον δρόμο μου. Ένιωθα σιγουριά και μια ανυπέρβλητη αισιοδοξία να με πλημμυρίζει καθημερινά εκείνο τον καιρό και τα πανιά μου με αγέρα και πήγαινα μπροστά και πάλι μπροστά και πιο πέρα, σαν ένα μονοπάτι χαραγμένο μόνο για μένα να με οδηγούσε στον σκοπό μου.

Εδώ σε θέλω!

Πού με πήγαιναν όλα αυτά; Δεν ήξερα!

Απλά ένιωθα να με σπρώχνει αλαφρά και με φροντίδα ένα χάδι θεϊκό. Δεν γινόταν να μείνω άπραγος, ούτε να κάτσω να σκεφτώ. Απλά δρούσα!

Για μένα όλα αυτά ήταν πρωτόγνωρα. Μια ζωή μέσα στη φυλακή δεν είχα ούτε τί να κάνω ούτε κάποιο σκοπό να τρέξω να τον κατακτήσω. Έτσι πέρναγαν οι μέρες και οι νύχτες και έφευγαν τα χρόνια και οι αιώνες.

Τώρα όλα είναι διαφορετικά.

Τί έγινε και είμαι εδώ και προχωρώ; Αυτή θα είναι και η ιστορία μου και αυτήν ήρθα να σου πω. Με δικά μου λόγια, όπως τα θωρώ εγώ τα πράματα, όχι όπως οι άλλοι με βλέπουν και με κοιτούν. Να φτιάξω λοιπόν το καφεδάκι μου, κάτσε και συ άνετα σε μια ζεστή γωνιά και αρχίζω ευθύς αμέσως να σου λέω το πώς και το γιατί και το πέρα δώθε και το πάνω κάτω. Όλα, δηλαδή. Με τον τρόπο μου όμως, αυτό θέλω να το καταλάβεις καλά για να μην έχουμε παρεξηγήσεις στο τέλος και πού να τρέχω να σε λέω την καλή και την ανάποδη.

Ξηγημένοι λοιπόν είμαστε, έγινε και ο καφές, οπότε αρχίζω την ιστορία.

ΑΠΟ ΠΟΥ ΚΡΑΤΑΕΙ η σκούφια μου θέλεις μάλλον να μάθεις πρώτα απ’όλα κι εγώ από κει θα ξεκινήσω να σου κάνω το χατίρι. Και δεν συστηθήκαμε.

Πού είναι το μυαλό μου ώρες ώρες μήτε και γω ξέρω. Έτσι, μπάζω κόσμο μέσα μου και ούτε όνομα δεν κρατώ. Με λένε Ματίς.

Όπως ο ζωγράφος.

Μη μου πεις δεν τον ξέρεις, θα παρεξηγηθώ.

Δεν μιλάς, οπότε συνεχίζω.

Ματίς, με βάφτισε η μάνα μου και κωλόπαιδο, με έλεγε η γειτονιά.

Αχαριστία, φίλε μου.

Δεν λέω τίποτε άλλο προς το παρόν γι’αυτό και θα δεις – άμα κάνεις υπομονή – πως η ιστορία από μόνη της θα απαντήσει σε όλα σου τα ερωτήματα και ακόμα παραπάνω. Ξέρω τί σου λέω. Εσύ δεν με ξέρεις ακόμα, οπότε άμα σου λέω να με εμπιστευτείς να κάνεις ακριβώς αυτό.

Πού μείναμε τώρα, δεν θυμάμαι. Θα κατάλαβες ότι είμαι πολυλογάς και ξεχνώ τα περασμένα αλλά όχι όλα τα περασμένα, φίλε μου. Πες το επιλεκτική μνήμη, πες το αφηρημάδα, έτσι γεννήθηκα. Επίτηδες δεν το κάνω πάντως.

Ναι ναι, τώρα αρχίζω να θυμάμαι. Μείναμε στη χειραψία. Εγώ, Ματίς. Εσύ; Να δεις που θα το ξεχάσω το ονοματάκι σου αλλά στο διπλανό κελί είσαι, άμα έχω απορία σε ρωτάω και συ άμα θέλεις απαντάς.

Μμμμμ ναι, αμμμ, ναι. Γεννήθηκα στη μακρινή Θεσσαλονίκη. Ίσως να την έχεις ακουστά. Ναι, στην Ελλάδα είναι και Έλληνας είμαι.

Και πού κολλάει το όνομα το γαλλικό, ρε φίλε, θα μου πεις. Ακόμα δεν αρχίσαμε και μου άρχισες τα ψέματα;

Σου ορκίζομαι ότι μέχρι τώρα όλα είναι αλήθεια. Κάτσε και θα σου εξηγήσω: Ματίς, Έλληνας, Θεσσαλονικιός, με μαμά Γαλλίδα και μπαμπά σατράπη. Έλληνας. Της άρεσε πολύ ο Ματίς της μαμάς. Τί μάτι, τί πινέλο, τί χρώματα. Καλλιτέχνης με τα όλα του. Έτσι και μένα, που λες, ήλπιζε να με δει τρανό ζωγράφο ή καλλιτέχνη ή κάτι με τέχνη να ασχολούμαι. Έλα όμως που εγώ γι’αλλού αρμένιζα από τα μικράτα μου και η μάνα έβαζε στεναχώρια – αλλά και ελπίδα – κάποτες ν’αλλάξω και να δω τη ζωή δαύτη με χρώμα και μάτι καλλιτεχνικό! Ήθελε να βλέπω τις ομορφιές του κόσμου τούτου και όχι την σαπίλα της γειτονιάς, του άλλου δρόμου και του παρακάτω. Να βλέπω τη θάλασσα και την παραλία, τα νερά και τα πουλιά και τα σύννεφα. Α ρε μάνα με τα ωραία σου. Έτσι ήταν αυτή, από γεννησιμιού της. Χαρά και χαμόγελο και καλή καρδιά και ας της έτυχαν της έρμης χίλια μύρια πράματα. Ας είναι καλά εκεί που είναι και ας μου στέλνει κανά καλό όνειρο να βλέπω.

Πάλι ξεμάκρυνα, νομίζω, και θ’αρχίσεις να με βαριέσαι ακόμα δεν αρχίσαμε.

Μπαμπάς, ο καπετάν Αχρείος ή Μάνος ή τσαμπουκάς ή ακαμάτης ή πάλι-εδώ-εσύ. Η μάνα μου, τουλάχιστον, τον έλεγε με πολλά και μερικά είναι κι αυτά που σου ανέφερα. Μπαμπά τον έλεγα εγώ, πάντως.

Ε, δεν έχω και πολλά να σου πω γι’αυτόν. Έμπαινε έβγαινε από το σπίτι, μήτε φασαρία έκανε μήτε και τίποτε άλλο. Ακαμάτης δεν ήταν, απλά δεν του πολυέβγαιναν τα όνειρά του. Ήθελε από μικρός να γίνει αστροναύτης αλλά εκεί που τον γεννήσανε δεν φτούρισε τ’όνειρο.

Στην άλλη ζωή, ρε μπαμπά, στην άλλη ζωή. Έχεις μπροστά σου, ουυυυυ, πολύ πράμα για να ζήσεις.

Έτσι που λες πέρασα τα παιδικά μου χρόνια, μέσα στη γειτονιά ανάμεσα στην αρμύρα και τα όνειρα του ενός και του άλλου. Δικά μου δεν είχα. Ρεμπέλευα από δω και από κει και βοηθούσα τον ένα και τον άλλο να φτιάξει το δικό του. Τί να σου πω. Ανάγκη δεν είχα να κάνω κάτι. Πού να τρέχω τώρα και να κοπιάσω, σάμπως δεν έβλεπα τον ιδρώτα του ενός και του άλλου ή τα δάκρυα και τους αναστεναγμούς από τους φίλους ή την πίκρα και το ανάθεμα από άλλους; Ε, είμαι και βολεψάκιας, αυτό ναι, το παραδέχομαι. Ο Ματίς ο βολεψάκιας ή κωλόπαιδο, όπως προανέφερα αν πρόσεχες.

Έτσι πέρασα και εφηβεία, πήγα και στρατό με μέσο ΝΑ με το συμπάθειο. Εσύ είσαι και ξένο αγόρι, δεν ξέρεις τί είναι το μέσο. Μπορεί και να’ναι μόνο ελληνικιά λέξη. Σημαίνει βόλεμα αλλά με τη χρήση κάποιου λαδωμένου.

Τί είναι λα-δω-μέ-νος.

Αυτός που χρηματίζεται είτε με χρήματα είτε με ό,τι άλλο τραβάει η όρεξή του για να σου κάνει εσένα τη χάρη. Η πληρωμή του, στην τελική, που σου’κανε το θέλημα. Πολλές οι ελληνικές οι ερμηνείες αλλά βαριέμαι να σου τα εξηγώ και όλα. Προχωρώ, το λοιπόν, στην εποχή του μεσοπολέμου. Τί ήταν, πώς πέρασε, πότε λευτερωθήκαμε, δεν κατάλαβα. Εμένα κοιτούσα και πώς να τα κουτσοβολέψω και γύρα μου δεν έριχνα βλέφαρο. Πάει και αυτός ο καιρός. Δουλειές πολλές δεν είχε αλλά έζησα. Όλα καλά μωρέ, όλα καλά.

Οκ οκ και με το μπαρδόν αλλά δεν θα σου πω και όλη την ιστορία μέρα με τη μέρα. Είναι να φτάσουμε και στο καλό, το ψαχνό ντε, της ιστορίας. Γι’αυτό που όλες οι εφημερίδες σε όλο τον κόσμο με είχαν πρώτη μούρη κάποια χρόνια πριν.

Σε σταματώ!

Μην βάζεις άδικα το μυαλό σου να δουλέψει. Έλληνας-φτώχεια-ακαμάτης-εφημερίδες σε όλο τον κόσμο-φυλακή.

Άσε σου λέω, και σ’το λέω εγώ. Δεν πάει το μυαλό σου.

Και γω όταν τα πολυσκέφτομαι… με παραδέχομαι! Και λέω την αλήθεια. Γιατί τουλάχιστον αυτό που κατάφερα σε ολάκερη τη ζωή μου, και περηφανεύομαι, είναι ότι δεν είμαι προβλέψιμος. Χαχαχα, σε καλό μου, είμαι άπαιχτος που να με πάρει και με παραδέχομαι. Φτου μου και μπράβο μου! Θα σου εξηγήσω άλλη ώρα γιατί με φτύνω. Τώρα προέχει να συνεχίσω την ιστορία μου. Όσο πάρει, ε; Σκόντο δεν κάνω στα λόγια. Ξηγημένοι.

Θα μου πεις τώρα – και με το δίκιο σου – τί είναι αυτά που μου τσαμπουνάς, ρε μπάρμπα; – Αν ήξερες ελληνικά να μου αποκριθείς– Αλλά τώρα ξέρεις σε ποιά χώρα είσαι;

Ναι, ξέρω, σου αποκρίνομαι και γω στα αμερικάνικα. Νέα Υόρκη, φυλακές υψίστης ασφαλείας και μάλιστα για ισόβια κάθειρξη. Καλά δεν τα’πα, μάστορα; Άι γεια σου. Άσε με, το λοιπόν, να σου πω και τ’άλλα και μην βάζεις σκέψη στο κεφάλι σου γιατί εγώ είμαι η ιστορία και θα σου την πω έτσι κι αλλιώς! Άκου λοιπόν και σταμάτα να με λοξοκοιτάς σαν να μην με παίρνεις στα σοβαρά γιατί θυμώνω.

Μη με δεις θυμωμένο, μην με δεις. Θα ξεραθείς στα γέλια. Δεν μου πάει, ρε φίλε, να’μαι θυμωμένος, δεν είναι στον τύπο μου.

Και που’σαι, έχω τέλειο γούστο. Κομψός σε όλα μου. Έχω κατακτήσεις εγώ που με βλέπεις, δεν το φαντάζεσαι. Ρε, σου λέω, σκίζονται για πάρτη μου οι γυναίκες. Χαμός.

Στα πατώματα.

Ματίς μου και Ματίς μου.

Ααααααα όλα κι όλα. Η γυναίκα είναι θεά και πάντα την σέβομαι και την τιμώ. Όχι κόλακας, αλλά γνώστης. Ξέρω εγώ τί σου λέω. Γνώστης.

Και προχωρώ γιατί περιμένω και επισκέψεις σήμερα. Η εγγόνα μου η Αμαρυλλίς και ο πατέρας της θα έρθουν να με δουν. Ναι, χαρές πολλές μου’χει δώσει αυτή η ψυχή αλλά δεν της το’χω ξομολογηθεί ακόμα. Θα γίνει κι αυτό, θα γίνει. Δεν το ξεχνώ. Είναι στη λίστα μου, γι’αυτή τη ζωή.

Καλέ συ, μην κάνεις πως κοιμάσαι και γύρνα να σε κοιτώ. Ούτε τους τίτλους αρχής δεν σου’χω πει ακόμα και, μάρτυς μου ο Θεός ο ίδιος, ταινιάρα θα γίνει η ζωή μου και σου βάζω και στοίχημα.

Ναι, που λες, διαδρομές πολλές έχω κάνει στη ζωή μου και μια το ένα, μια το άλλο, με έφεραν στο Αμέρικα. Πωωω, τί αναμνήσεις περνούν από τα μάτια μου, να’χεις φαντασία να τα χαίρεσαι. Καράβια, παπόρια, στεριές, δρόμοι, διαδρομές βαρβάτες σου λέω, όχι μπαίνω σ’ένα αεροπλάνο και τσουπ! είμαι στην άλλη άκρα του κόσμου χωρίς να ιδρώσει το φανελάκι μου. Τότε ήθελε καιρό πολύ να πάρεις την απόφαση να ξενιτευτείς. Τώρα, πας, αλλάζεις γνώμη και ξαναγυρνάς στα πάτρια χωρίς να πάρει μυρουδιά κανένας ότι έλλειψες. Αχ, άλλα χρόνια τότε. Long play.

Με τούτα και με κείνα με πήρε η ανάμνηση και συγκινήθηκα οπότε λέω να πάω για φαγητό τώρα που βάρεσε η κουδούνα για lunch και σου συνεχίζω μετά, οκ;

Οκ να λες και θα τα πάμε πρίμα.

ΕΝΤΑΞΕΙ, δεν είναι και η Μεγάλη Βρετάνια αλλά το φαγητό σήμερα ήταν θεσπέσιο. Άμα ξέρανε και τη ρίγανη, θάμα θα’ταν, θάμα.

Να πέσω να τον πάρω λιγάκι, να έρθουν όλα σε μια χώνεψη και συνεχίζω ευθύς αμέσως για τα αμερικάνικα τα όνειρα και τις κυράδες της ζωής μου. Χάιντε και συ για σιέστα. Κάνει καλό ο μεσημεριανός ο ύπνος, σε τρέφει, χαχαχα.

Και προχωρώ, το λοιπόν, στην περισυλλογή μου και αρχινώ αμέσως τώρα, αλλά δεν ξέρω από πού να ξεκινήσω. Χμμ, πάντα η αρχή μού φαινόταν το καλύτερο σημείο οπότε θ’αρχίσω από κει. 

Αρχή

ΜΑΣ ΞΕΚΟΥΒΑΛΙΑΣΑΝΕ κάπου στο Λονγκ Άιλαντ.

Χαχα, στα Χάμπτονς.

Εκεί που είναι σήμερα όλη η χλίδα και οι διάσημοι.

Για δες, τελικά τίποτε τυχαίο στη ζωή, τίποτε τυχαίο.

Είδες, με το να λες τη ζωή σου την κατανοείς καλύτερα. Καταλαβαίνεις τη σημασία που σου έδιναν τα σημάδια για το τί έπεται, που τότε δεν μπορούσες να δεις αλλά το μάτι τού μέσα σου βλεφάριαζε, καταλάβαινε και σημείωνε. Πού μυαλό τότε για σταματήματα. Μόνο αναγκαστικές στάσεις κάναμε.

Με πήραν πάλι τα κύματα των αναμνήσεων αλλά με φέραν στη Νέα Υόρκη.

Πάλι καλά! Δεν ξανοίχτηκα και πολύ τώρα.

Και συνεχίζω.

Εκεί μπαρκάραμε, λοιπόν.

Μας πέταξαν από το παπόρο, δεν λες καλύτερα; Κρύα τα νερά. Τρομάξαμε να βγούμε στη στεριά. Μετά από τόσο καιρό στ’αμπάρια ούτε να περπατήσουμε δεν θυμόμασταν. Πάντως, όλα καλά. Όλα καλά, δόξα ο Θεός. Μετά, ποδαράκια μου καλά για το νησί του Μανχάταν. Ήταν που’χαν μουδιάσει τα πόδια από το καθισιό! Τώρα να δεις περπάτημα. Όχι, δεν κράτησε πολύ αυτή η ταλαιπωρία. Ήταν πολύ πιο κοντά απ’ότι νόμιζα.

Πάλι καλά.

Αλλά ξέρεις κάτι, μια θύμησα έχω. Η πιο ζωντανή απ’όλες είναι· και ο πρώτος μου θησαυρός: Η πρώτη φορά που την είδα.

Με την πρώτη ματιά το κατάλαβα.

Όπως όταν ξέρεις ότι είναι μέρα ή ότι είναι νύχτα.

Ποιά Νέα Υόρκη, ρε φίλε, για γυναίκα σου μιλάω.

Εκείνη.

Η πρώτη ανάμνηση, η πρώτη συγκίνηση, η πρώτη φορά που ξυπνάς μετά από βαθύτατο λήθαργο ζωής.

Ναι, φίλε μου. Είσαι ο πρώτος που το εξομολογούμαι. Τότε, εκείνη δα τη στιγμή, άρχισα να ζω.

Εξού και η Αρχή που λέγαμε.

Σου λέω, τίποτα τυχαίο, τί-πο-τα.

Πωωω, κάτσε να το φτιάξω λιγάκι ακόμα στο μυαλό μου να σου το σερβίρω αχνιστό και πεντανόστιμο, σαν το γαλακτομπούρεκο ένα πράμα. Και σιροπιαστό και γλυκό και απ’όλα.

Λίγες στιγμές δώσ’μου να το ζήσω ξανά… Δυο λεπτά ζωής ακόμα.

«Και για ποιά με πέρασες, χτικιάρη;»

Η πρώτη φράση που βγήκε από το πανέμορφο στόμα της.

Δεν με αποθάρρυνε μήτε για μια στιγμή.

Λεφτά για ψωμί τής ζητούσα αλλά με τον δικό μου τρόπο. Είπαμε, είμαι μοναδικός και κομψός σε όλα μου. Επειδή ήμουνα στην ξενιτιά τα άφησα πίσω; Τα χούγια τα κουβαλάς όπου και να πας, αγαπητέ μου. Έτσι είναι. Κάτσε όμως να σου περιγράψω το σκηνικό να’χεις και συ εικόνα της γέννησής μου.

Αυτή ήταν μόλις η πρώτη επαφή.

Διάβασαν και είπαν:

Ξεκίνησα την ανάγνωση του πρώτου βιβλίου της σειράς με την υπόσχεση ότι «είναι διασκεδαστικό», και ήταν πράγματι! Μια αφήγηση γρήγορη, με συνεχείς εναλλαγές που δε σε αφήνει να βαρεθείς, που σε κάνει να σκεφτείς και να αναρωτηθείς, που σε κάνει να κλείσεις λίγο τα μάτια και να σκεφτείς δικά σου σταυροδρόμια, δικές σου επιλογές…. Και που στο τέλος σε αφήνει με ένα χαμόγελο και το κυριότερο ίσως με μια διάθεση να κυνηγήσεις στόχους και όνειρα. Η συγγραφέας καταφέρνει να σε μετατρέψει από τη πρώτη στιγμή σε συμμέτοχο στα τεκταινόμενα, σε «υποχρεώνει» να μην αφήνεις το βιβλίο από τα χέρια σου προκειμένου να δεις ποιό θα είναι το επόμενο βήμα του Ματίς! Όλα αυτά μέσα από μια γλώσσα ζωντανή, αληθινή, καθόλου επιτηδευμένη, που καίρια συμβάλει στο να νιώσεις δικιά σου την ιστορία για πάντα! 
-Κ.Β.

Μοναδική συγγραφική ικανότητα, που σε ταξιδεύει μέχρι την τελευταία σελίδα. Αναμένω εκ νέου βιβλίο. Άψογη δουλειά, με αρκετό ενδιαφέρον σε σύντομο περιγραφικό μοναδικό συντακτικό λόγο.
-Σ.Α.

Μια ιστορία που πραγματικά μπορεί να κρατήσει για πάντα αφού ο καθένας μας έχει τη δυνατότητα να την κάνει δική του. Απλή, καθημερινή γλώσσα και καταστάσεις που δίνουν την αίσθηση ότι όλα μπορούν να γίνουν.  
-Δ.Κ.

Βελούδινα γλυκό, ανάλαφρο και ταυτόχρονα βαθύ~ ίδια αίσθηση με το να πίνω ένα ποτήρι από την αγαπημένη μου Commandaria. Στο τέλος, γυρίζοντας και την τελευταία σελίδα, ένιωσα το τσάκρα της καρδιάς μου να ανοίγει λίγο παραπάνω: αίσθηση & αξία πραγματικά ανεκτίμητες. Ευχαριστώ.
-Μ.Σ.

Ένα βιβλίο που μιλάει για την Ελευθερία. Ελευθερία πνεύματος, ψυχής και ονείρων. Η Γλυκιά ελευθερία που σε ταξιδεύει από άκρη σε άκρη σε ολόκληρο τον κόσμο με στόχο τον έρωτα και την αγάπη. Η ζωή αλλάζει, οι καταστάσεις μας αλλάζουν αλλά ο πρωταγωνιστής αφοσιωμένος στο στόχο του. Ένα βιβλίο γεμάτο αισθήματα και λαχτάρα για ζωή.
-B.Φ.

«Tι ήθελα βαθιά μέσα μου και δεν το τόλμησα ή το παράτησα για κάτι αλλο;»
…… Η κ. Ελευθερία μας περιμένει.
-Μ.M.

Ήταν η κατάλληλη ώρα να διαβάσω το βιβλίο σου… Είναι διαμάντι… Απλά… Δεν μπορώ να πω κάτι λιγότερο… Σ’ευχαριστώ… Για όλα αυτά που’ναι λες και με αγγίζουν.
-Σ.Σ.

Ένα υπέροχο ταξίδι μέσα από τις λέξεις. Σ’ευχαριστώ!!
-Ν.Τ.

Γράψε την δική σου κριτική

Κριτικές
First

Τα βιβλία κυκλοφορούν!

Βιβλίο 1
Βιβλίο 2
Βιβλίο 3
Μαζί
Βιβλίο 4
Το ρόδο
Ιβίσκος
Βιβλίο 5
Υάκινθος
Βιβλίο 6
Βιβλίο 7
Ως το τέλος   
Βιβλίο 8
Επόνα
Αίνγκους
Βιβλίο 9
Ένωσέ το
I am
Μη με λησμόνει
Μια ιστορία για πάντα
Βιβλίο 10
Βιβλίο του μαξιλαριού
Βιβλίο 11
Βιβλίο 12
Βιβλίο 13
Βιβλίο 14
Αυτό το ένα, το Μαζί (1)
Πλάι σου και δίπλα και Μαζί σου (2)
Αγάπη και φως, Μαζί (3)
Βιβλίο 15