ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ

Το έκτο βιβλίο της σειράς που οδηγεί!

ΑΛΛΟΣ: Μπήκε για τα καλά στα παλιά.

Στα πολύ πολύ πολύ παλιά.

 

Και εκμυστηρεύεται.

 

Όλα ήταν η αλήθεια.

 

Η ιστορία του άλλου και της άλλης ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΑΠΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ. Είναι κάτι τελείως διαφορετικό απ’ό,τι ήξερες ποτέ δυνατό. Είναι επειδή ήταν από πάντα μαζί.

 

ΕΓΙΝΑΝ ΟΛΑ ΠΟΛΥ ΞΑΦΝΙΚΑ για να καταλάβω ακριβώς τί είχε γίνει. Κουλουριάστηκα ξέπνοος σ’έναν βράχο. Ναυάγιο κανονικό μα τώρα όλα ήταν ήρεμα και γαλήνια στης θάλασσας τα μέρη. Βρήκα το απάγκιο μου και γαντζώθηκα εκεί να ζήσω.

Να ζήσω…

Πόσο πολύ ήθελα να βγω ζωντανός απ’όλο αυτό το περιστατικό, δεν λέγεται. Απορώ με την πυγμή μου και το θάρρος μου. Και τη δύναμη που άντλησα από κάπου βαθιά μέσα μου. Το αν άξιζε όλο αυτό θα το μάθαινα στο νεκροκρέβατό μου. Έτσι είπα, και άρχισα να ηρεμώ. Ούτε πού ήμουν ήξερα, ούτε αν ήταν μέρα ή κόντευε η νύχτα. Ο ήλιος είχε κρυφτεί, μέρες τώρα, και όλα μα όλα έμοιαζαν ίδια. Εκτός από τον αγαπημένο μου βράχο. Να’ναι καλά.

Πέρασαν ώρες μέχρι να συνέλθω εντελώς και ν’αρχίσω να λειτουργώ κανονικά σε όλες μου τις αισθήσεις. Να νιώθω δάχτυλα ποδιών και χεριών και το λοιπό μου σώμα. «Τα κατάφερα», φώναξα δυνατά και γέλασα από χαρά. «Τα κατάφερα», είπα και πιο σιγά, σχεδόν ψιθυριστά, αναρωτώμενος για το τί κάνω από δω και πέρα.

Να’χε σωθεί και κάποιος άλλος;

Έπιασα να κατέβω από τον βράχο μου και να δω αρχικά πού με είχε βγάλει όλο αυτό. Ήμουν σε νησί, ήμουν σε ξέρα ή κάπου αλλού; Είχα ακούσει πολλά για τις ερημιές της θάλασσας. Ήμουν χρόνια και χρόνια ναυτικός. Από παιδάκι έπινα θαλασσινό νερό και το σπίτι μου ήταν πάντα κινούμενο. Σκαρί. Παιδί της θάλασσας.

Όμως, δεν είναι όλα όπως φαίνονται. Ποτέ, σχεδόν. Αυτό ήταν ένα από τα μαθήματα της κυρίας Θάλασσας. Προσοχή σε όλα, προσοχή. Και έτσι ζωσμένος από φόβο και ανησυχία για όλα, έκανα να κατέβω.

Δεν ήταν ξέρα. Έμοιαζε με κόλπο νησιού αλλά δεν έβλεπα πουθενά δένδρα ή σπίτια ή άλλα πλεούμενα ή κάτι που να μοιάζει κατοικήσιμο. «Άγονος τόπος», είπα. Τα νερά ήταν βαθιά. Ίσα που ξεμύτισα από τον βράχο μου και… άκουσα τραγούδι!

«Έλα Χριστέ και Παναγιά», είπα από τα μέσα μου και τρόμαξα τόσο πολύ που έλεγα θα ξεψυχήσω. Ποια τραγουδά μέσα από τα βάθη της θάλασσας;

 

 

 

 

 

ΕΙΧΑ ΑΚΟΥΣΕΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΠΟΛΛΕΣ για μάγισσες θαλασσινές, για γοργόνες και έχιδνες τρομερές αλλά ποτές μου δεν είχα δει μια. Παραμύθια για μικρά παιδιά που έλεγαν στα καπηλειά, μα… ποια ήταν αυτή; Πού ήταν αυτή, πρώτα απ’όλα; Το τραγούδι συνεχιζόταν απαλό στ’αφτιά μου και ηρέμησα τα σύγκαλά μου. Είπα να πάω να δω. Από περιέργεια και μόνο. Ν’αποδείξω το αδύνατο: Δεν υπάρχουν γοργόνες, δεν υπάρχουν τέρατα της θάλασσας, δεν είμαι νεκρός.

Και πήγα αργά δίχως να κάνω παφλασμό, δίχως να κουνήσω το νερό, δίχως να αναπνέω. Δεν άργησα πολύ να βρω την πηγή αυτού του τραγουδιού πίσω από βράχια κοφτερά που όλα μαζί έκαναν λιμνούλα και απάγκιο, χώρος μοναδικός πέρα από τον συρφετό της μεγάλης θάλασσας.

Είδα πρώτα τα μαλλιά. Κατάξανθα, κυματιστά, να πλέουν στα νερά. Και μετά, χέρι ανθρωπινό να κρατά χτένι μυτερό και να χαϊδεύει τα μαλλιά αυτά από την ρίζα τους μέχρι κάτω βαθιά. Είχε, είδα, κορμοστασιά πίσω από εκείνα τα μαλλιά, λευκή επιδερμίδα, λεπτεπίλεπτα μεριά. Είχε την πλάτη σε εμένα, ευτυχώς, και μπόρεσα να μείνω μόνος μοναχός μια σταλιά μονάχα και να δω όλο αυτό το όνειρο το μαγικό που ξυπνητός έβλεπαν τα μάτια.

Η κόρη δεν με είχε δει, έκανε ακόμα κομμωτική, αλλά ξάφνου, πέφτει το χτένι στην υγρή της φωλιά και έκανε να το πιάσει. Σώπασε το τραγούδι της μεμιάς και έσκυψε την ράχη. Την είδα στο προφίλ και έκανε να με κοιτάξει. Έμεινα κόκαλο από τον πανικό, από την ομορφιά, τα κάλλη. Από την αδυναμία μου να κάνω οτιδήποτε, έμεινα να κοιτώ τον θησαυρό που στα μάτια μου είχα.

Η κόρη αυτή δεν τσίτωσε μια τρίχα. Δεν έβγαλε κραυγή μα ούτε και λεπίδα, ούτε έκανε να φύγει μακριά ούτε κάτι άλλο. Συνέχισε να χτενίζει το μαλλί σαν να μην έγινε τίποτα. «Μπας και είμαι αόρατος;», αναρωτήθηκα μέσα στη σαστιμάρα. Και έκανα να με τσιμπήσω μέσα στο νερό μπας και δεν ήμουν ζωντανός, μπας και δεν ήμουν πιόμα. Αλλά ταράχτηκα από τα νύχια μου που άρπαξαν το δέρμα. «Μα είναι δυνατόν;», και έκανα πιο πέρα.

Η κόρη αυτή η γαλανή, έπιασε και πάλι το τραγούδι λες και δεν ήμουνα εκεί, λες και ήμουν χνούδι.

 

 

 

 

 

ΠΗΡΑ ΜΠΟΛΙΚΗ ΤΡΟΦΗ για σκέψη από εκείνο το περιστατικό που έγινε παλιά σε φέξη. Ήμουνα ένας ναυτικός κι εκείνη μια μου σκέψη. Αληθινή οπτασία μέσα στην τρικυμία. Αυτά έμαθα από τον καιρό εκείνο, κοιτώντας πίσω σε παλιά μου ζωή, τότε που όλα ήταν κρύα:

 

Ότι ακόμα και στη θάλασσα να κατοικήσω, με άλλην δεν θα ζήσω. Παρά με εκείνη την κυρία.

 

 

 

 

 

ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΑΣΤΡΑΦΤΕΡΗ ήταν η γοργόνα εκείνη, με ήθος και ανατροφή, μια ανεμώνα. Με γνώρισε καλά, καλύτερα από μένα, και ήθελε να με κρατήσει εκεί κοντά, εμένα. Μα ήμουν νέος, ναυτικός, όχι λιμάνι‧ και έπεισα τον εαυτό να μην τα χάνει.

Πόνεσε η πέρδικα όταν της το είπα αλλά κατάλαβε τον συλλογισμό, κάθε μου τρίχα. Με άφησε από κοντά της και εγώ έφυγα αλλά ποτέ μου δεν την ξέχασα εκείνη την θαλασσιά κυρία.

Ήταν της μοίρας μου γραφτό να μην την ανταμώσω ποτέ ξανά όσο τότε ζούσα και έμεινα με τον καημό. Πώς θα’ταν αν το ζούσα;

 

 

 

 

 

ΑΥΤΗ ΗΤΑΝ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΚΕΙΝΗ Η ΠΑΛΙΑ, υδάτινη και κρύα. Μα και όμορφη με ξανθά μαλλιά και όστρακα και βρύα. Εκείνη η όμορφη η οπτασία ήταν η κυρία.

Χρόνια πολλά στην ζήση μου, σε τούτα μου τα νιάτα, μια όμορφη πρασινομάτα με είδε να ντύνομαι πουκάμισο λευκό, μα, πλάτη την είχα τώρα εγώ κι εκείνη στην γωνία. Δεν την κατάλαβα να μπαίνει στον χώρο εκείνο που’μουν εγώ και ντράπηκα, τ’ομολογώ, από την εισβολή της. Αλλά εκείνη δεν έκανε σχόλιο μήτε άλλαξε τον ρυθμό μήτε την αναπνοή της. Σαν να έπλεε σε γαλανά νερά με την μορφή της. Όλα ένα πλεούμενο στον γιαλό, με ροή δική της.

Τότε ένιωσα της μοίρας το σημάδι: Πού το’χω ζήσει όλο αυτό, πού το’χω δει, ποια ήταν η άλλη;

Πέρασε πολύς καιρός για να’βρω ησυχία ώσπου εκεί στο ξαφνικό είδα οπτασία. Άνοιξε μια τρύπα στο κενό και παίχτηκε ξανά η ιστορία. Ίσα που πρόλαβα να δω το πρόσωπο αυτής αλλά δεν είχε πια σημασία. Είχα καταλάβει από καιρό, ήξερα τί μου’λεγε η μοίρα.

Όπως και να’χει όλο αυτό, μοίρα και ιστορία, όλα στο ίδιο το χαρτί, όλα βρήκαν την λύση τη σωστή, την ηρεμία.

Κυρία μου, σε Αγαπώ, θαλασσινή πανώρια, που σε μαλλιά με τύλιξες και γύρω σου με φέρνεις. Πόσα να ξέρεις, να’ξερες, τί κουβαλώ στα στήθια, πόνο και ανάθεμα και τρεις φορές τα ίδια. Μα δεν φτάνω να κάνω πράξη τον λόγο ετούτο και σώνονται τα λόγια. Λέξεις πετούν από εδώ, και πέρα κολυμπούνε, όλες σε σένα έρχονται, όλες εσένα διηγούνται.

Μαλλιά ξανθά, μακριά πολύ, λαχταριστά, όμορφα όλα. Μου έλειπε τότε η στεριά αλλά έμαθα καλά: Είσαι όλα. 

 

 

 

Γράψε την δική σου κριτική

Κριτικές
First

Τα βιβλία κυκλοφορούν!

Βιβλίο 1
Βιβλίο 2
Βιβλίο 3
Μαζί
Βιβλίο 4
Το ρόδο
Ιβίσκος
Βιβλίο 5
Υάκινθος
Βιβλίο 6
Βιβλίο 7
Ως το τέλος   
Βιβλίο 8
Επόνα
Αίνγκους
Βιβλίο 9
Ένωσέ το
I am
Μη με λησμόνει
Μια ιστορία για πάντα
Βιβλίο 10
Βιβλίο του μαξιλαριού
Βιβλίο 11
Βιβλίο 12
Βιβλίο 13
Βιβλίο 14
Αυτό το ένα, το Μαζί (1)
Πλάι σου και δίπλα και Μαζί σου (2)
Αγάπη και φως, Μαζί (3)
Βιβλίο 15