ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ
Το δεύτερο βιβλίο της σειράς που θα σας μαγέψει!
ΜΥΡΤΩ. Ξέρει τα πάντα -και με το παραπάνω- για κορίτσι της εποχής της. Ιππεύει, κυνηγά, τιθασεύει, μαγειρεύει και… έχει μυστικά. Της αρέσει να αποκαλύπτεται σιγά σιγά. Αλλά και στα ξαφνικά!
ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΣ. Ο γνωστός. Ο αυτοκράτορας. Ναι, του Βυζαντίου! Αλλά σε αυτήν την ιστορία μόνο αυτός φαίνεται να το γνωρίζει. Αποφάσισε να… τολμήσει για πρώτη φορά στην μέχρι τότε ζωή του. Κι έτσι…
ΠΩΣ ΕΝΑ ΚΛΕΙΔΙ μπορεί να φέρει τα πάνω κάτω σε μια ολόκληρη αυτοκρατορία; Θα το μάθετε σε ετούτη εδώ την ιστορία.
Ο Ιουστινιανός ξύπνησε από έναν κρότο φωτιάς και από μια ζέστη που αισθάνθηκε στο κορμί του. Είχε να ζεσταθεί βράδυ από τότε που ήταν στο παλάτι και τώρα, μισοκοιμισμένος και κατακουρασμένος, πήγε να απλωθεί για να ζεσταθεί ολόκληρος. Τότε κατάλαβε ότι ήταν δεμένος και μάλιστα χειροπόδαρα και στο στόμα του είχε ένα μαντίλι.
Μα τί συμβαίνει;
Τρόμαξε και μόνο που σκέφτηκε δυνατά.
Με έπιασαν οι ληστές και τώρα είμαι χαμένος. Δεν θα το ξαναδώ το παλάτι μου και θα κλαίει με μαύρο δάκρυ η μάνα μου. Καλά να πάθω που ήρθα εδώ ολομόναχος. Έτσι πεισματάρης ήμουν πάντα και να τώρα τα χαΐρια μου! Οχού και τί θα κάνω; Μήπως ν’αρχίσω να προσεύχομαι για να γίνει κανά θαύμα ή να πέσω πάλι για ύπνο; Μοναχός μου είμαι και δεν βλέπω τίποτα εδώ γύρω να μυρίζει άνθρωπο.
Δεν πρόλαβε να τα σκεφτεί καλά καλά και να, μια σκιά τεράστια και πολύ μακρόστενη από το φως της φωτιάς, έμοιαζε να τον στοιχειώνει. Γύρισε τρομαγμένος να δει από πού ερχόταν.
Τίποτα. Θα κρύφτηκε ό,τι ήταν. Αλλά τί ήταν και πού κρύφτηκε; Εδώ δεν έχει απολύτως τίποτα. Μόνο χώμα και τη φωτιά.
Είχε τρομάξει αρκετά και άρχισε να τρέμει από τον φόβο του. Οι παλιές ιστορίες για τις μάγισσες και τους μάγους ληστές άρχισαν να περπατούν και να φωνάζουν μέσα στο κεφάλι του. Ήταν και η αφαγία και η κούραση και τα έβλεπε όλα πιο σκιαχτικά απ’ό,τι ήταν. Πραγματικά φοβόταν πολύ και παραλίγο να τα κάνει πάνω του όταν ακούστηκε μια φωνή από το πουθενά.
«Ποιός είσαι;»
Ήταν κοριτσίστικη η φωνή και λιγάκι γλυκιά. Δεν ήταν πάντως τρομακτική.
Κάποια νεράιδα του βουνού θα’ναι, δεν θ’απαντήσω.
«Πες μου ποιός είσαι γιατί αλλιώς δεν θα έχεις καλό τέλος!» ξαναείπε η φωνή με περισσότερη αγριάδα αυτή τη φορά.
«Φανερώσου και μετά θα σου πω», απαντά ο Ιουστινιανός με μια πολύ τσιριχτή φωνή που ίσα και ακούστηκε, αφού έφτυσε το μαντίλι από το στόμα του.
Τίποτα δεν κινήθηκε, τίποτα δεν ακούστηκε, τίποτα δεν φανερώθηκε.
Σαν να το σκεφτόταν η νεράιδα.
Ηρέμισε για λίγο ο νέος μας και φαντάστηκε ότι μάλλον θα’φυγε.
Ξαφνικά, πίσω από τις φλόγες, σαν να έβγαινε από τη φωτιά, εμφανίστηκε μια κοπέλα. Δεν ήταν τρομακτική αλλά είχε κάτι απάνω της που την έκανε σοβαρή και φαινόταν ότι δεν ήρθε για να παίξει. Ήταν πολεμίστρια, γι’αυτό δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία.
Τώρα τον κοιτούσε από πάνω μέχρι κάτω δίχως να κουνιέται. Μόνο τα μάτια της, που γυάλιζαν και σπινθήριζαν όπως η φωτιά.
«Πες μου τώρα ποιός είσαι και τί ζητάς. Απάντα το καλό που σου θέλω».
Ο Ιουστινιανός δεν έβγαλε μιλιά. Ήταν από τον φόβο; Ήταν από κάτι άλλο; Δεν κούνησε τα χείλη του, ούτε καν σκέφτηκε.
«Πολύ καλά, εγώ μια φορά προσπάθησα. Πρωί πρωί θα σε σκοτώσουν. Μην με παρακαλάς μετά γιατί θα’ναι πολύ αργά». Αυτά είπε η Μυρτώ και πήγε να φύγει.
«Στάσου. Θα σου πω αλλά μην μου κάνεις κακό».
«Μίλα μου και δεν θα σε πειράξω. Από μένα δεν έχεις να φοβάσαι αλλά από τους άλλους. Κοντεύει να ξημερώσει. Μίλα γρήγορα και πες μου την αλήθεια γιατί θα καταλάβω αν λες ψέματα. Αυτό σου το ξεκαθαρίζω από τώρα, να’μαστε ξηγημένοι».
«Με λένε Ιουστινιανό και είμαι ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου», είπε το παλικάρι και την κοίταξε κατευθείαν στα μάτια. Δεν μπορούσε να πει ψέματα ακόμα και να το ήθελε. Μια δύναμη μέσα στο μυαλό του επέλεξε να ειπωθεί μοναχά η αλήθεια.
Η Μυρτώ τον κοίταγε δίχως να αποκρίνεται. Ναι, της είχε πει την αλήθεια αλλά η κατάσταση ήταν πιο σοβαρή απ’ό,τι είχε φανταστεί.
«Και τί ζητάς από εμάς; Έρχεται και ο στρατός σου σιμά να μας πάρουν τα βουνά μας; Η αυτοκρατορία σου είναι τεράστια, γιατί θέλεις και τον δικό μας χώρο;»
«Πάω στα μοναστήρια τα περίφημα, αυτά πάνω στα σύννεφα. Δρόμο είπα να κόψω από δω για να φτάσω όσο πιο γρήγορα μπορώ. Ούτε προμήθειες έχω μαζί μου ούτε χρήματα. Ακόμα και τα ρούχα μου τα έδωσα για να φορώ αυτά. Μην με προδώσεις. Αν μάλιστα με ελευθερώσεις θα έχεις ό,τι θέλεις. Χρήματα, πλούτη, υφάσματα, ό,τι τραβάει η καρδιά σου. Μόνο πριν ξυπνήσουν οι υπόλοιποι. Τί λες;»
Η Μυρτώ ζύγιαζε την κατάσταση και σκεφτόταν όλα τα ενδεχόμενα και όλες τις προοπτικές και τους πιθανούς μπελάδες και ανακατωσούρες. Σε μια αστραπή όλα αυτά. Την απάντηση την είχε βρει αλλά δεν ήθελε μόνο αυτό.
Έπρεπε να ζητήσει αντίτιμο.
Αλλιώς δεν θα’ταν δίκαιη η μοιρασιά.
Τί ήθελε πάντα και δεν μπορούσε να έχει ή δεν μπορούσε κανείς να της δώσει;
Ελευθερία, είχε απόλυτη.
Να φάει, να πιεί, να πλυθεί, είχε. Δεν της έλειπε τίποτα.
Τα χρήματα τί να τα κάνει εκεί που έμενε; Δεν είχαν μαγαζιά.
Άλλο, άλλο…
«Ακόμα το σκέφτεσαι;»
«Μην με διακόπτεις όταν σκέφτομαι. Ποτέ! Είναι μια ιδιοτροπία μου. Μου χαλάς τη ροή και μετά χάνομαι. Σσσσς τώρα και άσε με να σκεφτώ. Το καλό μου και το καλό σου σκέφτομαι. Όσο πιο γρήγορα καταλήξω τόσο το καλύτερο για σένα. Σσσσς».
Εγώ φταίω που γίνομαι και ευγενικός αντί ν’αρχίσω να φωνάζω και να έρθει εδώ ολάκερο το ιππικό μου και ο στρατός μου και οι ναυτικές γαλέρες μου και γίνει χαμός! Άντε τώρα!
Αυτά σκεφτόταν από μέσα του ο Ιουστινιανός και στραβομουτσούνιασε και γύρισε από την άλλη. Δεν ήθελε να’ναι υποχρεωμένος σε κανέναν και ειδικά τώρα σ’ένα κορίτσι. Ούτε που αναρωτήθηκε ποιά είναι και πώς μπορεί να εμφανίζεται και να εξαφανίζεται. Είχε μείνει στα πιο πρακτικά ζητήματα. Λογαριασμοί και συμβόλαια.
Τί να μου ζητήσει άραγε; Να την καλύψω με χρυσά νομίσματα; Να δώσω και στους άλλους ληστές τιμές και δόξα; Και αν τελικά δεν με βοηθήσει και είναι η τελευταία μου νύχτα στην ερημιά;
Άρχισε να τρομοκρατείται από τις σκέψεις του αλλά ευτυχώς η Μυρτώ άρχισε να μιλά.
«Θέλω να δω τη θάλασσα και να μάθω να διαβάζω. Αυτά, μπορείς να μου τα προσφέρεις;»
Ο Ιουστινιανός στην αρχή σάστισε και μετά άρχισε να γελά. Δεν την κορόιδευε. Ήταν από την αμηχανία του, την σαστιμάρα του και την έκπληξή του. Ούτε ένα νόμισμα; Ούτε ένα άλογο; Ούτε μια φορεσιά καινούρια ή, έστω, ένα τόξο; Τσάμπα την έβγαλε. Αλλά ακόμα δεν είχε δεχτεί την προσφορά.
«Έχεις τον λόγο μου. Πώς θέλεις να γίνει η ανταλλαγή;»
«Θα έρθω μαζί σου, φυσικά. Πώς αλλιώς θα ξέρω αν θα κρατήσεις την υπόσχεσή σου;»
«Σωστά αλλά τί θα γίνει με την οικογένειά σου; Δεν θα τους εγκαταλείψεις έτσι. Δεν θα στεναχωρηθούν άμα φύγεις;»
«Κι ο αδερφός μου έφυγε να πάει στην πρωτεύουσα αλλά δεν είπαν τίποτα. Δεν θα τους πειράξει. Θ’αφήσω μήνυμα και δεν θα ανησυχούν. Εμείς επικοινωνούμε αλλιώτικα. Θα ξέρουν αν είμαι καλά. Πότε φεύγουμε;»
«Μόλις με λύσεις;!»
Και έφυγαν μαζί μέσα στις σκιές και από μονοπάτια που ήξερε μοναχά η Μυρτώ. Σύντομα θα ξημέρωνε και οι υπόλοιποι θα άρχιζαν να ξυπνούν. Έπρεπε να κρυφτούν όλη την ημέρα και να προχωρήσουν ξανά το βράδυ αν ήθελαν να παραμείνουν ελεύθεροι και να συνεχίσουν την πορεία τους.Διάβασαν και είπαν:
Ναι, είναι ένα μαγικό βιβλίο, σε συναρπάζει με την κάθε περιγραφή. Ενθουσιώδης γραφή. Μια ανακάλυψη!
-Κ.Γ.
Δεν ήθελα να τελειώσει… το διάβασα απνευστί. Καλή συνέχεια στην πορεία σου Κωνσταντίνα.
-Ο.Ξ.
Ευχάριστο, γρήγορο, εκπληκτικό σε σημεία. Πρωτοτυπία!
-Μ.Μ.
Ένα «ελεύθερο παραμύθι». Θα διαβαστεί και θα λάμψει.
-Λ.Μ.
Χρυσό όντως! Καλή ελευθερία.
-Χ.Ν.
Το βιβλίο σου αυτό με ξετρέλανε με τις όμορφες και όλο ζωντάνια περιγραφές!!!
-Λ.Σ.
Ένα βιβλίο όλο ζωντάνια, αυθορμητισμό και πολύ γέλιο. Το συνιστώ ανεπιφύλακτα σε όλους, κάθε ηλικίας. Με το καλό και το επόμενο.
-Α.Φ.