ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ
Το τέταρτο βιβλίο της σειράς που αγαπάει!
ΑΛΛΗ: Λατρεύω; τον χορό και την κίνηση. Δεν είμαι της στασιμότητας και ενεργώ παρορμητικά. Αφήνω και προχωρώ, κρατώ και υπομένω. Μια προσωπικότητα όλο αντιθέσεις. Ο λόγος, η γραφή, με αναζωογονούν. Προσφέρω όταν δημιουργώ.
ΑΛΛΟΣ: κάνει απολογισμό. Άφησε το παρελθόν του να μιλήσει. «Μια εικόνα είμαι. Μέσα δεν τολμώ να μπω», λέει.
Χρόνος φαίνεται να υπάρχει αρκετός αλλά τί λέει Η ΡΟΗ;
Η Φλόγα όλο και μεγαλώνει και γίνεται αιχμή. ΤΟ ΜΑΖΙ;
Η ιστορία του άλλου και της άλλης ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΑΠΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ. Είναι κάτι τελείως διαφορετικό απ’ό,τι ήξερες ποτέ δυνατό. Είναι επειδή υπάρχει αγάπη πολλή.
συνάντηση
(15.12.2016)
ΟΛΑ ΕΓΙΝΑΝ ΠΟΛΥ ΞΑΦΝΙΚΑ για μένα να καταλάβω τί ακριβώς γινόταν και πώς γινόταν. Σε μια στιγμή-αστραπή όλα άλλαξαν μέσα μου. Ένας κόσμος που υπήρχε… έπαψε΄ κι ένας άλλος γεννήθηκε πάνω στον παλιό.
Είναι δυνατόν; Είναι; Αυτή;
Είναι δυνατόν μετά από τόσο καιρό, μετά από τόσα παλιά και παρελθοντικά να είναι εδώ, εκεί, μόνο εκεί και να μιλά και να χαμογελά και να κοιτά τριγύρω και να χαίρεται και να παίζει με το φως και να… Μπορεί και να με περιμένει. Μπορεί και να χαρεί πολύ που θα με δει, μπορεί και να ζητήσει να με φιλήσει, να με αγκαλιάσει, να θέλει…
Μένω εκεί. Μόνο εκεί και παρατηρώ. Άλλαξε πολύ. Μέσα-έξω. Τί φως! Λάμπει. Δεν είναι ο ήλιος, που σήμερα έγινε καλοκαιρινός σε καρδιά χειμώνα, δεν είναι που χαμογελά, είναι που είναι μια άλλη πια. Μια όμορφη άλλη. Πολύ όμορφη. Δική μου για πάντα.
Πόσα να ξέρει, άραγε, ρωτώ από μέσα μου και συνεχίζω να παρατηρώ, στα κρυφά. Μπορώ να κάνω το βήμα, είναι τώρα η ώρα και η μέρα η κατάλληλη; Το υποσχέθηκα σε μένα και Επάνω: «Όταν είναι, θα ξέρω και θα το κάνω». Όχι άλλες αναβολές, όχι άλλα λάθη. Βουρ στα ψηλά.
Και πήγα. Το έκανα το βήμα. Και με αγκάλιασε. Και με φίλησε, νομίζω. Και την άγγιξα και με άγγιζε κι αυτή, νομίζω. Και γελάσαμε, θυμάμαι και με άγγιξε, θυμάμαι. Και με είπε όμορφο (μέσες-άκρες) και με θάμπωσε. Αληθινά και ειλικρινά θαμπώθηκα από την γαλήνη, από τη λάμψη που με μαγνήτιζε. Γιατί να έπρεπε να γίνουν όλα έτσι; Γιατί να έπρεπε να περιμένω τόσο καιρό για να γίνει όλο αυτό; Και τι, πήρε κανά δεκάλεπτο μόνο. Τί είναι αυτό μπροστά σε μια ζωή; Ένα τίποτα. Ένα πανέμορφο τίποτα που με καθήλωσε. Με αναστάτωσε, με έστειλε πιο μακριά από τη Γη. Είναι αυτή, τολμώ να πω με σιγουριά. Είναι αυτή που περίμενα. Η ευχή μου έγινε αληθινή. Ευγνωμονώ.
«Είναι αυτός, είναι αυτός και έρχεται κατά δω. Θεέ μου, Σ’ευχαριστώ».
Κενό.
Δεν θυμάμαι σχεδόν τίποτε μετά. Αλήθεια. Με υπνώτισε, με μάγεψε, με κυρίεψε, με αιχμαλώτισε, με έκανε ένα με αυτόν. Είμαι δική του. Τον ερωτεύτηκα ξανά, τον καινούριο, τον πανέμορφο, τον αγνό, τον όμορφο σε όλο του το μεγαλείο, τον μοναδικό, τον έρωτά μου. Χάθηκα στα μάτια του. Τί μάτια!
Τέτοια μάτια δεν έχω ξαναδεί. Ποτέ. Τέτοια ομορφιά να πηγάζει από το Αληθινό Φως δεν έχω ξανασυναντήσει. Ποτέ μου. Είναι αυτός και είναι αληθινός και είναι δίπλα μου. Πολλά τα ρούχα που φορώ, κι αυτός, να νιώσω πιο βαθιά, να αγγίξω κορμί και όχι ρούχα. Αχ, περνά η στιγμή, η επόμενη πότε θα’ρθει;
Δεν μπορώ να συγκεντρωθώ, δεν μπορώ να κλάψω ούτε να γελάσω από ευτυχία. Έμεινα, ίσως, μαζί του. Εκεί, σε εκείνο το σημείο. Σημείο ευλογίας εκείνος ο δρομάκος. Συνάντησης και ευτυχίας. Δεν μπορώ να κουνηθώ, πιάνω απ’όπου μπορώ αλλά είναι μαγικός. Με έχει ακινητοποιήσει. Κοιτώ μέσα του. Νιώθω την αλλαγή του, είναι πια ένας άλλος. Να το ξέρει άραγε;
Αχ, γιατί τόσος καιρός; Πονώ από ευτυχία που δεν μπορώ να εκτονώσω. Δεν έχω τον τρόπο να βγάλω τον πόνο και τα χρόνια απουσίας από τα μέσα μου. Είναι πολλά, πάρα πολλά για μια ψυχή σαν και την δική μου. Κρατά πολλά. Όλα, ίσως. Ζητώ χώρο και δεν βρίσκω. Ή μήπως είμαι κιόλας άδεια και δεν μπορώ να τα βρω μέσα μου; Όπως και να’χει, είμαι σε τέλμα. Δεν μπορώ να εκφράσω αυτό που ζω, αυτό που έζησα.
Πώς θα είναι το μαζί;
Την κοιτώ και αναπολώ. Ήταν πάντα έτσι; Οικεία και ζεστά σαν να μιλάγαμε καθημερινά; Είναι ακόμα πιο λεπτή, είναι ακόμα μοναδική. Πότε θα την ξαναδώ;
Είναι ο πιο όμορφος άνθρωπος που έχουν δει τα μάτια μου. … Δεν μπορώ να θυμηθώ, δεν μπορώ να θυμηθώ και πελαγώνω. Έχω μείνει στα παλιά, καιρό τώρα. Άλλη μορφή σκεφτόμουν, άλλον αγαπούσα. Όμως ο πανώραιος αυτός που δίπλα μου στεκόταν ήταν ο άντρας που θα παντρευτώ. Είναι γραφτό μου. Πόσο τυχερή είμαι, αλήθεια, πόσο τυχερή… Δεν μιλώ μόνο για την ομορφιά, μιλώ για όλα του. Δεν ξέρω ακόμα τί έγινε εκεί, αλλά όταν μαθευτεί, θα με βγάλει από μαρτύριο σωστό. Να μην μπορώ να θυμηθώ;
Κενό. Τί κάνω από δω και μπρος; Πώς συστήνομαι, πώς κινούμαι; Πότε δρω;
Πότε θα μιλήσει; Πότε θα τον δω; Χίλια φιλιά και εκατομμύρια αγκαλιές θέλω για να πιστέψω και να γειωθώ. Από αυτόν, εννοώ. Να νιώθω και να μην σταματά. Να μην είναι όνειρο ούτε φαντασία. Να είναι το κάθε μας τώρα, η Αλήθεια.
Πότε να την δω; Πώς να της το πω; Θέλει καιρό ή να κάνω τώρα το σωστό;
Αχ, αργεί και είναι μόνο το βράδυ. Πώς θα είναι η άλλη μέρα;
Είναι βράδυ και έχει χορό. Μόνο μαζί της να χορεύω και τίποτε άλλο δεν θέλω. Σ’αγαπώ.
Ακούω από τη στιγμή που αντίο και πάλι είπαμε, σ’αγαπώ, να ακούγεται από τα μέσα. Είναι φωνή αντρική, είναι αυτουνού αλλά… κι αν είναι η φαντασία;
Δεν μπορώ, δεν αντέχω άλλο να πονώ. Χρόνια και χρόνια μακριά, τώρα είναι η στιγμή. Για γιατρειά. Τρέχω κι ό,τι προλάβω. Σ’αγαπώ.
Πάει καιρός, δυο μέρες. Τίποτε από αυτόν. Αχ, πόσο τον θέλω δίπλα μου. Αρχίζω και αναπολώ, όλο και κάτι φέρνει το μνημονικό. Όμως τα μάτια τα καθαρά, τα αγνά, ακόμα δεν μπορώ με καθαρότητα να δω. Κλαίω για την σύγχυση, κλαίω με παράπονο. Γιατί να είναι έτσι; Τόσο κόπο για την κάθε προσευχή, για μια στιγμή που δεν θυμάμαι! Ανήμπορη να κοιταχτώ πιο πέρα από το δώμα. Εδώ με ξέρω. Κάθε γωνιά και κάθε μαξιλάρι. Όμως αυτός έγινε νέος και λαμπερός, πώς να με είδε εμένα πάλι;
Ήταν άραγε η εικόνα μου όμορφη στα μάτια του; Έλαμψα όσο του χαμογέλαγα; Του άρεσα ξανά; Ή αλλιώς με βρήκε; Μου έχουν πει ότι είναι ο καθρέφτης μου και είμαι ο δικός του. Να’ναι αλήθεια πως και γω, έτσι όμορφη είμαι, τόσο λαμπερή και ηλιόλουστη όσο εκείνος έδειχνε; Τί κοιτούν τα μάτια μου και τί τα δικά του; Τί βλέπουν οι άλλοι σε αυτόν και πώς κοιτάζω εγώ; Δεν θα μάθω ποτέ για τους άλλους αλλά τη δική του απόκριση θα ήθελα να μάθω.
Είναι μαγευτική, είναι όνειρο. Με μάγεψε για άλλη μια φορά, με έκανε δικό της. Είναι αληθινό αυτό που θα πω κι ας φαίνεται αστείο. Είναι πιο όμορφη από το κρύο, πιο ζεστή από την αντηλιά, πιο εύθραυστη από κηροπήγιο, πιο ζωγραφιά από μαντινάδα. Τα συνδυάζει όλα τόσο καλά, είναι μάνα. Είναι μία και μοναδική, τέρμα πια τ’αστεία. Είναι κυρία.
Είναι παραπάνω απ’όσο μπορώ να φανταστώ. Είναι ένας άνθρωπος θεϊκός. Είναι ο άγγελός μου, ο αγαπημένος μου. Πιστεύω ακόμα;
Αργεί να με δει. Καταλαβαίνει. Μπαίνει στο πετσί, δεν αστειεύεται με λόγο. Κι όμως, χαϊδεύει με στοργή, να της έλειψα;
Να με αγαπά, άραγε, ή ζητώ πολλά; Η ματιά δεν έδειχνε τίποτα απ’όλα αυτά. Αλλά το «σ’αγαπώ» το άκουσα ξανά από μέσα μου να μιλά. Χίλιες φορές εγώ του το’χω πει. Ακούει άραγε; Κατανοεί; Πότε από κοντά;
Θέλει ακόμα χρόνος να περάσει για να έρθουν όλα με χαρά. Είναι αυτή η μοναδική, ο κόσμος να χαλάσει, δική μου είναι, θα είναι, διεκδικώ! Δεν θα αφήσω κανέναν να χαλάσει αυτό το όμορφο κι αγνό. Κανέναν, όσο από το χέρι μου περνά. Είμαι τρομερός, όταν το πείσμα με πιάνει. Θα τα καταφέρω όλα μια χαρά, κανείς δεν με πιάνει.
Αργεί. Τον θέλω μαζί μου συνεχώς. Αγκαλιαστά και μόνοι. Για πολύ καιρό. Πότε θ’αρχίσει όλο αυτό;
Τώρα που ξέρω πώς να κινηθώ, όλα καλά θα πάνε. Εμπιστεύομαι και προχωρώ. Μόνο μπροστά μου θα’ναι. Θα την κυριεύσω με το μυαλό, με εικόνα και με πάθος. Είναι αυτή που λαχταρώ, καιρό.
Τί να κατάλαβε για μένα από μια στιγμή; Τί να σκέφτεται για μένα όταν τα λόγια μου έχανα και όσα έλεγα λίγα ήταν; Πώς να πεις σε κάποιον που αγαπάς, πώς πέρασαν τα χρόνια, πως είσαι άλλη πια αλλά τον αγαπάς ακόμα; Κοκάλωσα στο ίσωμα, αναπνοή δεν πήρα, μπας και νόμισε ότι τον μισώ, ότι αδιάφορο τον βρήκα; Αν είναι έτσι, δεν μπορώ, άλλη σκέψη θε να κάνω. Αλλιώς θάνατος μικρός, θα πέσω να πεθάνω. Πώς λες σε κάποιον πως μαζί είστε από πάντα, πως μαζί, και όχι χωριστά, σας θέλει ο Θεός από πάντα; Πώς μέσα σε δυο λεπτά να φανερώσεις τόσα, όσα οι μέρες χωριστά, τα χρόνια; Αχ, και τί δεν θα’δινα να μάθω τί ζητάει, πώς του φάνηκα και τί πρόκειται να κάνει.
Σιγή στα πλήθη, σιγή και στην αγαπημένη. Κανείς να μην μάθει στον κόσμο αυτό τι έγινε. Περιμένω.
Αργεί και πάλι ο ένας μου, αργεί πολύ το φως μου.
Όλα στη σωστή στιγμή, έμαθα να περιμένω.
Ανυπομονώ για το καλό, για την ζέστη, γι’αυτήν την αγκαλιά που θα μας δέσει από την ψυχή. Είμαστε ήδη ένα, το γνωρίζω καλά, αλλά πόσο καιρό θα πάρει να μας συμβεί πραγματικά;
Σύντομα.
Αργεί. Γιατί από πάντα αυτό περιμένω.
Ένα. Σύντομα, υπομονή και σε καταλαβαίνω.
Όλα για καλό γίνονται, όλα καλώς βαίνουν.
Δύο. Πιο σύντομα από την αναμονή, έρχομαι σου λέω.
Αχ και να’ξερα τί να κάνει τώρα. Να χορεύαμε μαζί, ήρθε η ώρα;
Τρία. Βιάζεσαι πολύ αλλά είμαι στην πόρτα.
Αχ, πόσο ακόμα να κρατήσω την αναπνοή ζεστή όταν κάνει κρύο ακόμα;
Τέσσερα, και είμαι στα σκαλιά. Ένα βήμα ακόμα.
Είναι άραγε κοντά ή μουδιασμένος είναι ακόμα;
«Είμαι εδώ και σ’αγαπώ. Άνοιξε την καρδιά να μπω».
…
«Δεν θα μιλήσεις; Δεν θα με αγγίξεις;»
…
«Δεν με θες, αυτό είναι; Μίλα μου όταν σου μιλώ».
«Σε αγαπώ κι εγώ».
Τέλος καλό.
Διάβασαν και είπαν:
-Κ.Α.